- ἱππεραστής
- ἱππ-εραστής, οῦ, ὁ,A lover of horses, Ael.NA2.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππεραστής — ἱππεραστής, ὁ (Α) αυτός που αγαπά πολύ τα άλογα, φίλιππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἐραστής (< ἔραμαι)] … Dictionary of Greek
ἱππερασταί — ἱππεραστής lover of horses masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππεραστάς — ἱππεραστά̱ς , ἱππεραστής lover of horses masc acc pl ἱππεραστά̱ς , ἱππεραστής lover of horses masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek